- μελίγδουπος
- μελίγδουπος, -ον1 sounding honey sweet
μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς N. 11.18
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς N. 11.18
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μελίγδουπος — μελίγδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκό ήχο, που ηχεί ευχάριστα, γλυκός, γλυκύφωνος («καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γδοῦπος (πρβλ. μεγαλό γδουπος)] … Dictionary of Greek
μελιγδούποισι — μελίγδουπος sweet sounding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek